απαντητικός

απαντητικός
-ή -ό (AM ἀπαντητικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που δίνεται ή στέλνεται ως απάντηση («απαντητικό έγγραφο»)
μσν.
αυτός που πρόκειται να συναντήσει κάποιον
αρχ.
ο επιθετικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • απαντητικός — ή, ό αυτός που έχει την απάντηση: Η επιστολή του ήταν απαντητική σε δική μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπαντητικοί — ἀπαντητικός combative masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποκριτικός — ή, ό (AM ἀποκριτικός, ή, όν) φυσιολ. αυτός που συντελεί στην απόκριση, που έχει την ιδιότητα να αποκρίνει 2. ο σχετικός με την απόκριση, ο κατάλληλος για απάντηση, απαντητικός αρχ. εκείνος που διαχωρίζει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”